ζάλος

ζάλος
1) см. ζάλη 1;
2) см. ζαλίκι 1

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ζάλος" в других словарях:

  • ζάλος — mud masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζάλος — (I) ο (Μ ζάλος) νεοελλ. 1. ζάλη, σκοτοδίνη «έχει ζάλο στο κεφάλι» 2. ζαλιά*, φορτίο μσν. βάσανο, σκοτούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζάλη, με μεταβολή γένους]. (II) ζάλος, ὁ (Α) λάσπη. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] …   Dictionary of Greek

  • ζάλος — ο ζάλη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζάλοις — ζάλος mud masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζάλον — ζάλος mud masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζάλου — ζάλος mud masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζάλῳ — ζάλος mud masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζήλος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Πάλλαντα και κόρης του Ωκεανού, αδελφός της Νίκης, του Κράτους και της Βίας. Ήταν προσωποποίηση της φιλεργίας. Μαζί με τους αδελφούς του, καθόταν πάντα κοντά στον Δία. * * * (I) ο (AM ζῆλος, ὁ και ζῆλος, τό, Α… …   Dictionary of Greek

  • ζαλοειδής — ζαλοειδής, ές (Μ) θυελλώδης, ζαλόεις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζάλος (I) + κατάλ. ειδής (πρβλ. ομο ειδής, ωο ειδής)] …   Dictionary of Greek

  • ζαλώδης — ζαλώδης, ες (Μ) [ζάλος Ι] θυελλώδης …   Dictionary of Greek

  • dei̯ǝ-2 (di̯ā-, di̯ǝ-, dī-) —     dei̯ǝ 2 (di̯ā , di̯ǝ , dī )     English meaning: to swing, move     Deutsche Übersetzung: ‘sich schwingen, herumwirbeln (Balt and partly griech.); eilen, nacheilen, streben”     Material: O.Ind. dī yati “flies, hovers”; Gk. δῖνος m. “whirl,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»